γούτος

γούτος
ο
1) голубь (самец); 2) твердолобый, упрямый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γούτος" в других словарях:

  • γούτος — ο αρσενικό περιστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. guttus] …   Dictionary of Greek

  • γούτος — ο το αρσενικό περιστέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • περιστερός — ο, ΝΑ, και περίστερος Ν αρσενικό περιστέρι, ο γούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»